καταφορτώνω

καταφορτώνω
καταφόρτωσα, καταφορτώθηκα, καταφορτωμένος, φορτώνω βαριά: Μην το καταφορτώνεις το ζώο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταφορτώνω — (Μ καταφορτῶ, όω) (κυριολ. και μτφ.) φορτώνω βαριά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω …   Dictionary of Greek

  • καταβαρώ — καταβαρῶ, έω (Α) 1. πιέζω, ωθώ κάτι με μεγάλο βάρος προς τα κάτω 2. μτφ. επιβαρύνω, καταπιέζω, καταφορτώνω 3. παθ. καταβαροῡμαι, έομαι ζυγίζω περισσότερο από το κανονικό …   Dictionary of Greek

  • καταφορτίζω — (Α) (επιτ. τ. τού φορτίζω) 1. φορτώνω βαριά, καταφορτώνω 2. μτφ. βαρύνω πολύ, καταβαρύνω («καταφορτίζειν τὰν ψυχὰν κακοῑς», Ίππαρχ.) 3. μτφ. (για χρέη) επιβαρύνω («καταφορτίζεσθαι τὸ δημόσιον χρέεσι», Ιουστινιαν.) 4. μτφ. ενοχλώ («καταφορτίζειν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”